15Αύγουστος στην Αθήνα. 11 η ώρα το βράδυ και οι δρόμοι είναι εντελώς άδειοι. Δε χρειάζεται καν να ανεβείς στο πεζοδρόμιο. Περπατάς στην άκρη της λεωφόρου, έτσι κι αλλιώς δεν έρχεται κανένα αυτοκίνητο.
Η αποπνικτική ζέστη της ημέρας έχει δώσει τη θέση της σε ένα εξίσου ζεστό καλοκαιρινό αεράκι. Στην πραγματικότητα ο αέρας που φυσάει είναι κι αυτός ζεστός, αλλά αφήνεις τον εαυτό σου να ξεγελαστεί και να πιστέψει ότι δροσίζεσαι.
Αν και απαλός, ο αέρας καταφέρνει να παρασύρει μια άδεια, νάιλον σακούλα που βρίσκεται πεταμένη στην άκρη του δρόμου. Τη σηκώνει ψηλά, κάνει μερικούς κύκλους στον αέρα και την αφήνει να πέσει στη μέση της λεωφόρου. Μένει για λίγο αναποφάσιστη. Να σηκωθεί ή να βολευτεί εκεί για να περάσει τη βραδιά της; Το αεράκι δεν την αφήνει να το σκεφτεί άλλο. Την ξανασηκώνει στον αέρα πετώντας τη ξανά λίγο πιο κάτω.
Ο δρόμος είναι επαρκώς φωτισμένος. Τόσο ώστε να μπορείς να βλέπεις πόσο άδεια είναι απόψε η λεωφόρος. Μπροστά και πίσω σου. Έρημη.
Το μόνο που ακούς είναι τα βήματά σου. Συγκεντρώνεις την προσοχή σου στον ήχο των τακουνιών σου και στο ανεπαίσθητο φύσημα του ανέμου. Ξαφνικά, από κάπου έρχεται μια παιδική φωνούλα. Τραγουδάει ένα γνωστό παιδικό τραγουδάκι. Είσαι βέβαιη ότι είναι γνωστό, αν και για κάποιο λόγο εκείνη τη στιγμή δεν μπορείς να θυμηθείς τα λόγια. Με το βλέμμα ψάχνεις τα τριγύρω μπαλκόνια. Από πού έρχεται άραγε αυτή η φωνή; Δε θες να ταραχτείς, αλλά όλα τα μπαλκόνια είναι κλειστά και σκοτεινά. Ο κόσμος λείπει. Όσο προχωράς, η μικρή κοριτσίστικη φωνούλα ακούγεται απομακρυσμένη. Σβήνει… τόσο πολύ που σκέφτεσαι ότι θα ήταν της φαντασίας σου.
Μπορεί κάποιος να είχε καμιά τηλεόραση ανοιχτή και να ερχόταν από εκεί.
Χάρηκες που δεν άφησες τον εαυτό σου να τρομάξει από κάτι τέτοιο. Είναι τόσο όμορφο το καλοκαίρι. Είναι τέλεια η αίσθηση του να είσαι μόνη σε ένα τέτοιο τοπίο. Σου θυμίζει τα στούντιο του Χόλιγουντ μετά τα γυρίσματα. Πόλεις ολόκληρες που ερημώνουν. Πόλεις φαντάσματα.
Όχι ότι τις έχεις δει ποτέ από κοντά. Αλλά ξέρεις. Αυτή η αίσθηση… είναι τόσο παράξενα γνώριμη που σου κάνει εντύπωση. Μόνη αισθάνεσαι πιο ασφαλής.
Αυτή η κοριτσίστικη φωνή πλάκα πλάκα σε τρόμαξε. Σου θυμίζει τον εαυτό σου όταν ήσουν μικρή που τραγουδούσες όλη την ώρα και η μαμά σε συμβούλευε να κάνεις ένα διάλειμμα γιατί θα σε πονέσει ο λαιμός σου. Σου φορούσε εκείνο το λευκό φόρεμα με τις κίτρινες μαργαρίτες, εκείνο που σου άρεσε να κάνεις γρήγορες στροφές γύρω από τον εαυτό σου, γιατί φούσκωνε έτσι, κι ένιωθες σαν μπαλαρίνα. Τι θυμήθηκες πάλι;
Τα φανάρια αναβοσβήνουν σε αόρατα αυτοκίνητα. Πράσινο, πορτοκαλί, κόκκινο. Το τραγούδι δεν ακούγεται καθόλου πια, σε σημείο να σου λείπει. Ο ρυθμικός ήχος των τακουνιών σου είναι ο μόνος που απέμεινε. Σου ‘ρχεται να τραγουδήσεις. Πας να ανοίξεις το στόμα αλλά απ’ το λαρύγγι δε βγαίνει ήχος. Έχεις τόσες ώρες να μιλήσεις σε κάποιον που έκλεισε η φωνή σου. Μια βραχνάδα. Κλείνεις το στόμα και καθαρίζεις λίγο το λαιμό σου. Έτοιμη. Καλύτερα να μην ξεκινήσεις απευθείας με τραγούδι. Ένα σιγανό μουρμουρητό ίσως είναι προτιμότερο για αρχή. Μουρμουρίζεις ένα σκοπό. Το βήμα σου γίνεται πιο ανάλαφρο. Χαμογελάς. Διασχίζεις το δρόμο και περνάς απέναντι. Στο πλάι βρίσκεται ένα μικρό στενό. Περιέργως, είναι κι αυτό καλοφωτισμένο. Κοκαλώνεις. Στη μέση του στενού, αρκετά μακριά, για να μην μπορείς να είσαι απόλυτα βέβαιη, βρίσκεται ένα μικρό κοριτσάκι. Κοιτάζει προς το μέρος σου. Δεν πιστεύεις σε αυτό που βλέπεις. Δε γίνεται. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου για να δεις καλύτερα. Έχουν θολώσει λίγο από το ζεστό αεράκι. Το κορίτσι τώρα, δε φαίνεται πουθενά. Στα δεξιά σου, η είσοδος μιας παλιάς πολυκατοικίας. Ένα λευκό φόρεμα με κίτρινες μαργαρίτες χάνεται στο εσωτερικό της, ενώ ακούς ξεκάθαρα τον ήχο της εισόδου της πολυκατοικίας που κλείνει.
Και μετά την καρδιά σου. Δεν ακούς τίποτα άλλο, παρά μόνο την καρδιά σου που χτυπάει δυνατά. Χίλια τύμπανα μέσα στο στήθος σου, έχουν βαλθεί να σ’ το ξεσκίσουν για να ξεχυθούν έξω.
Είσαι περίεργη, τόσο μα τόσο περίεργη. Αλλά όχι. Δε θα πας να δεις τι συμβαίνει. Δε θα την ακολουθήσεις. Ο φόβος σου νικάει την περιέργεια. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας σπίτι. Όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ευτυχώς που δε θα είσαι μόνη εκεί. Σε περιμένει ο δικός σου. Θα ηρεμήσεις σίγουρα μόλις φτάσεις σπίτι. Η φωνή του, πραγματική, χωρίς τίποτε το απόκοσμο, θα σε καθησυχάσει. Σίγουρα.
Επιταχύνεις το βήμα σου. Δε θες να καθυστερήσεις άλλο. Μα τι περίεργο, πώς γίνεται να είναι τόσο έρημοι πια οι δρόμοι στο κέντρο της Αθήνας; Πού μπορεί να έχουν πάει όλοι; Όσο και να το αποφεύγεις, η σκέψη σου επιστρέφει σε εκείνο το λευκό φόρεμα με τις κίτρινες μαργαρίτες. Ήταν ίδιο με το δικό σου. Με εκείνο που σου φορούσαν παιδί.
«Ντάξει, δεν το είδα καλά», σκέφτεσαι, «μπορεί να μην ήταν και ακριβώς ίδιο». Μπροστά στα μάτια σου, παίζει ξανά και ξανά η σκηνή. Ένα μικρό κομμάτι ύφασμα χάνεται στο εσωτερικό της πολυκατοικίας. Μετά η πόρτα που κλείνει. Κι όμως ήταν. Ίδιο. Ολόιδιο.
Έχεις επιταχύνει κι άλλο το βήμα σου. Σχεδόν τρέχεις. Η καρδιά σου χτυπάει πανικόβλητη, αλλά να, σε λίγο φτάνεις σπίτι σου. Υπομονή. Σε δυο λεπτά θα μπεις μέσα. Θα ανέβεις επάνω και θα μιλήσεις μαζί του. Με ένα υπαρκτό πρόσωπο. Έφτασες. Ξεκλειδώνεις βιαστικά την πόρτα της εισόδου και μπαίνεις γρήγορα μέσα. Κλείνεις την πόρτα και ακουμπάς την πλάτη σου πάνω της. Ώρα να ηρεμήσεις τώρα. Να ξαναβρεί η καρδιά το ρυθμό της. Κλείνεις τα μάτια. Ηρεμείς. Κάνεις δυο βήματα να ανέβεις τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο ασανσέρ, όταν ακούς δυνατά χτυπήματα στην πόρτα πίσω σου. Παγώνεις. Κρύος ιδρώτας σε έχει λούσει. Δε θες να κοιτάξεις, αλλά δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Είσαι υποχρεωμένη να γυρίσεις, να δεις κατάματα την αλήθεια…
Πίσω από το τζάμι της εισόδου, βρίσκεται ένα μικρό κορίτσι. Φοράει ένα λευκό φόρεμα με κίτρινες μαργαρίτες. Ίδιο με το δικό σου. Ολόιδιο.
Όχι. Ξανά.
Πίσω από το τζάμι της εισόδου, δε βρίσκεται ένα μικρό κορίτσι. Βρίσκεσαι εσύ. Είσαι εσύ, όπως ήσουν τότε. Ο παιδικός εαυτός σου κολλάει το στόμα του στο τζάμι θαμπώνοντάς το με την άχνα του. Σε κοιτάζει, σχεδόν παρακλητικά. Σου χτυπάει το τζάμι. Είναι φανερό πως θέλει να του ανοίξεις. Αλλά φυσικά αποκλείεται να το κάνεις. Αισθάνεσαι κάθε ίχνος αίματος να στραγγίζεται από μέσα σου. Ο τρόμος που νιώθεις είναι υπερβολικά μεγάλος. Πισωπατώντας προχωράς προς το ασανσέρ. Έχεις σταματήσει να παίρνεις ανάσες. Αισθάνεσαι το κεφάλι σου υπερβολικά παγωμένο και ιδρωμένο ταυτόχρονα. Μουδιασμένο. Μπαίνεις στο ασανσέρ βιαστικά ενώ έχεις όλα τα συμπτώματα μιας ισχυρής κρίσης πανικού. Τα δάχτυλα των χεριών σου δεν τα νιώθεις καν από το μούδιασμα. Πατάς το κουμπί του πρώτου ορόφου, ενώ προσπαθείς να αναπνεύσεις. Κάποια στιγμή τα καταφέρνεις. Τα μάτια σου έχουν πλημμυρίσει με δάκρυα. Η πρώτη ανάσα που κατορθώνεις να πάρεις, είναι ταυτόχρονα κι ένας λυγμός. Ένας εσωτερικός, σβησμένος, σχεδόν άηχος λυγμός. Που χάνεται. Στο μακρινό παρελθόν. Βαθιά. Στη λήθη.