Ήταν αργά. Μετά τα μεσάνυχτα. Τον είχε πάρει ο ύπνος από νωρίς αλλά τον ξύπνησε ο καύσωνας του καλοκαιριού. Σηκώθηκε λουσμένος στον ιδρώτα και πήγε να βάλει ένα ποτήρι νερό. Δε θυμόταν τι όνειρο είχε δει αλλά ένιωθε παράξενα. Αισθανόταν μια περίεργη έξαψη. Ένα αίσθημα χαράς στο στομάχι του και ταυτόχρονα έναν κόμπο στο λαιμό του. Μια αναστάτωση… μια λαχτάρα… Ναι! Λαχτάρα ένιωθε! Ήθελε να ζήσει. Tώρα όμως! Η ζωή ξεχείλιζε από κάθε πόρο του κορμιού του, και το άρωμα που ανέδιδε τυλιγόταν γύρω του και τον μεθούσε.
Ναι, ξύπνησε αργά μετά τα μεσάνυχτα και ήθελε τόσο πολύ να ζήσει…
Βγήκε να ηρεμήσει στο μικρό μπαλκονάκι του τρίτου ορόφου, όπου έμενε. Δεν τον ένοιαζε που ήταν μισόγυμνος, έτσι κι αλλιώς ήταν θεοσκότεινα. Το σοκάκι από κάτω του ήταν στενό και χωρίς φώτα. Μόνο στη γωνία του δρόμου υπήρχε ακόμη μια μισοσπασμένη λάμπα που αχνόφεγγε, αλλά το φως της δεν έφτανε ως το μπαλκόνι του. Έριχνε απλώς σκιές στον απέναντι τοίχο του γωνιακού δρόμου μεγεθύνοντας καθετί που ανακλούσε πάνω του.
Μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας άκουσε γυναικεία βήματα από το διπλανό δρομάκι να πλησιάζουν. Δεν μπορούσε να δει πέρα από τη γωνία αλλά από το βηματισμό ήταν σίγουρος ότι ήταν γυναίκα. Τα τακούνια από τις γόβες που φορούσε ακούγονταν αργά και ρυθμικά. Σχεδόν νωχελικά. Στον τοίχο φάνηκε η γεμάτη καμπύλες σιλουέτα της. Στάθηκε με το ένα πόδι της λίγο πιο πίσω από το άλλο κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. Με μια απίστευτη θηλυκότητα σήκωσε το χέρι της και τίναξε τα μακριά κυματιστά μαλλιά της.
Τεντώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε στην άκρη του μπαλκονιού του σε μια προσπάθεια να τη δει αλλά δεν τα κατάφερε. Η γωνία του δρόμου την έκρυβε. Αλλά το ημίφως από τη μισοσπασμένη λάμπα του χάριζε τουλάχιστον την ελκυστική σκιά της πάνω στον απέναντι τοίχο. Τότε ξαφνικά εμφανίστηκε η φιγούρα ενός άντρα πίσω της. Έσυρε αργά αλλά σταθερά τα χέρια του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε απότομα πάνω του. Τα κορμιά τους ενώθηκαν στον τοίχο, ενώ το δικό του συνέχιζε να καίει, χωρίς να ευθύνεται πια η ζέστη γι’ αυτό. Εκείνη έγειρε λίγο ακόμη το κεφάλι της στο πλάι προσκαλώντας έτσι τα χείλη του να χαϊδέψουν το λαιμό της. Στο υγρό άγγιγμά τους, το πλούσιο στήθος της φούσκωσε κυματίζοντας και ένα ανάλαφρο αγκομαχητό έφτασε μέχρι το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου. Αχχ!
Μπήκε μέσα. Έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του, φόρεσε ένα τζιν κι έφυγε μες στη νύχτα…





